ἑδραιότατον

ἑδραιότατον
ἑδραῑότατον , ἑδραῖος
sitting
masc acc superl sg
ἑδραῑότατον , ἑδραῖος
sitting
neut nom/voc/acc superl sg
ἑδραῑότατον , ἑδραῖος
sitting
masc acc superl sg
ἑδραῑότατον , ἑδραῖος
sitting
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”